- ζημιά
- (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός μπορεί να προκαλέσει ζ. χωρίς να βρίσκεται σε άμεση σχέση με αυτή, αλλά ως συνέπεια άλλων προκληθέντων περιστατικών της ίδιας πράξης ή παράλειψης. Παραδείγματος χάριν, ένα φάρμακο προκαλεί βλάβη στην υγεία, επειδή υπάρχει και μία άλλη αιτία στον οργανισμό. Η ζ. μπορεί να είναι θετική (μείωση της υπάρχουσας περιουσίας) ή αρνητική (μη αύξηση της περιουσίας που μπορούσε κανείς βάσιμα να περιμένει). Μπορεί να είναι παρούσα ή μέλλουσα (μελλοντικές επιπτώσεις ενός τραυματισμού). Η νομική σημασία της ζ. έγκειται στην αξίωση που δημιουργεί για αποζημίωση, όταν προέρχεται από παράνομη πράξη τρίτου προσώπου.
* * *και ζημία και εζημία, η (AM ζημία, Μ και εζημίαΑ και δωρ. τ. ζαμία)1. απώλεια, βλάβη, φθορά, καταστροφή(«οι ζημιές από την πλημμύρα ήταν πολύ μεγάλες»)2. τιμωρία, ποινή («ἀγνοοῡσι γἀρ ζημίαν ἀδικίας», Πλάτ.)νεοελλ.1. απώλεια αξίας χωρίς αντιστάθμισμα («η επιχείρηση άφησε μεγάλες ζημιές»)2. φρ. «έρχομαι σε ζημία» — με βρίσκει συμφοράμσν.1. αναποδιά2. φρ. «δίδω ζημίαν» ή «πολεμῶ ζημίαν» ή «γυρίζω ζημίαν» — κάνω κακό, κάνω ζημιά σε κάποιον, βλάπτω, καταστρέφωμσν.-αρχ.χρηματική ποινή, πρόστιμοαρχ.1. (ως υβριστική λέξη) άνθρωπος μηδαμινός2. έξοδο, δαπάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως η λ. συνδέεται με τα ζήλος, ζητώ, δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»].
Dictionary of Greek. 2013.